- στιχουργό
- şarkı sözü yazarı, güfteci
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
στιχουργικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στιχουργία ή στον στιχουργό 2. το θηλ. ως ουσ. η στιχουργική α) το σύνολο τών κανόνων που διέπουν τη σύνθεση ενός ποιητικού έργου, η τεχνική τής στιχουργίας, η τέχνη τού να γράφει κανείς ποιήματα β) η… … Dictionary of Greek
Γαλάνη, Δήμητρα — (Αθήνα 1952 –). Τραγουδίστρια. Καταγόμενη από μεσοαστική οικογένεια, έδειξε από νωρίς την κλίση της στη μουσική. Υπέγραψε το πρώτο της συμβόλαιο σε ηλικία 16 ετών στην Columbia μετά από υπόδειξη του συνθέτη Δήμου Μούτση, με το άλμπουμ του οποίου… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Κέιπερ, Μπρόνισλαβ — (Bronislaw Kaper, Βαρσοβία 1902 – 1983). Πολωνός συνθέτης. Μετά την αποφοίτησή του από το Ωδείο της πατρίδας του άρχισε να γράφει μουσική για ορχήστρα, καθώς και για ορισμένα γερμανικά φιλμ, σε συνεργασία με τον Αυστριακό συνθέτη Γουόλτερ… … Dictionary of Greek
Κραουνάκης, Σταμάτης — (1955 –). Συνθέτης και στιχουργός. Ακολούθησε μουσικές σπουδές και σπουδές πολιτικής οικονομίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η πρώτη του σημαντική δουλειά (Σκουριασμένα χείλη, 1981, με τη Βίκυ Μοσχολιού) σήμανε και τη συνεργασία του με τη… … Dictionary of Greek
Λόιντ Βέμπερ, Άντριου — (Andrew Lloyd Webber, Λονδίνο 1948 –). Άγγλος μουσικοσυνθέτης. Γιος του μουσικοσυνθέτη Γουίλιαμ Λόιντ Βέμπερ, διευθυντή του Κολεγίου Μουσικής του Λονδίνου, ο Λ.Β. ασχολήθηκε με το είδος του μιούζικαλ, σε θεατρικές παραγωγές και σε… … Dictionary of Greek